άφεγγος

άφεγγος
-η, -ο
σκοτεινός: Η νύχτα εκείνη ήταν εντελώς άφεγγη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… …   Dictionary of Greek

  • αφεγγής — ές και άφεγγος, η, ο (AM ἀφεγγής, ές) [φέγγος] ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινός νεοελλ. επίρρ. άφεγγα πριν ξημερώσει αρχ. 1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος 2. ατυχής, δυστυχισμένος 3. ο τυφλός 4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» το φεγγάρι 5. «φῶς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”